λαγοπόδαρο

λαγοπόδαρο
τό
1) заячья лапка; 2) ист. сисахтия (уменьшение долгового бремени)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "λαγοπόδαρο" в других словарях:

  • λαγοπόδαρο — το το πόδι του λαγού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαγοπόδαρος — η, ο 1. αυτός που έχει πόδια όμοια με τού λαγού 2. μτφ. αυτός που έχει γρήγορα πόδια, ταχύς στα πόδια 3. το ουδ. ως ουσ. το λαγοπόδαρο α) πόδι σφαγμένου λαγού ως φυλαχτό που πιστεύεται ότι φέρνει καλή τύχη, γούρι β) πόδι σφαγμένου λαγού που… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»